Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεύρεση  
ουσιαστικό θηλυκό

ritrovamento; reperimento; rinvenimento; scoperta η ανεύρεση αρχαίου ναού==il ritrovamento di un tempio antico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανευόδωτος ανεύρετος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---