Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άνευ  
πρόθεση

((+ genitivo)) senza παράδοση άνευ όρων==resa incondizionata | υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου==ministro senza portafoglio | μέθοδος άνευ διδασκάλου==metodo autodidattico | άδεια άνευ αποδοχών==assenza dal lavoro non retribuita; permesso non retribuito | άνευ μονίμου κατοικίας==senza fissa dimora | άνευ όρων==senza limitazioni; senza limiti | άνευ λόγου==senza motivo | άνευ προηγουμένου==senza precedenti || inaudito; mai visto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανετώτερος ανεύθετος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---