Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάνετος
επίθετο 1 co`modo; conforte`vole άνετη πολυθρόνα==poltrona comoda | δουλεύω σε άνετο περιβάλλον==lavorare in un ambiente confortevole | το ταξίδι με το αεροπλάνο ήταν πολύ άνετο==il viaggio in aereo è stato molto comodo 2 co`modo; agia`to κάνω άνετη ζωή==fare una vita agiata 3 spiglia`to; disinvo`lto δεν έχει άνετους τρόπους==non ha modi spigliati ανετότατος επίθετο superlativo di [άνετος] ανετότερος επίθετο comparativo di [άνετος] ανετώτατος επίθετο superlativo di [άνετος] ανετώτερος επίθετο comparativo di [άνετος] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο παίζω άνετος = fare il disinvolto Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |