Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεπιστρεπτεί
επίρρημα

variante di [ανεπιστρεπτί]

ανεπιστρεπτί  
επίρρημα

irrevocabilme`nte; definitivame`nte; per sempre ας ελπίσουμε ότι ο ψυχρός πόλεμος πέρασε ανεπιστρεπτί==confidiamo che la guerra fredda sia definitivamente terminata | ο καιρός περνά ανεπιστρεπτί==il tempo fugge irreparabilmente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεπισημότητα ανεπίστρεπτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---