Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλλαγή
ουσιαστικό θηλυκό 1 μεταβολή cambiame`nto ~m~; mutame`nto ~m~; variazio`ne ~f~; modi`fica ~f~ αλλαγή προγράμματος==cambiamento di programma | ριζική αλλαγή==cambiamento radicale | αλλαγές θερμοκρασίας==variazioni di temperatura 2 ανταλλαηή ca`mbio; sostituzio`ne αλλαγή φρουράς==cambio della guardia | αλλαγή νομίσματος==cambio di valuta 3 medicina ca`mbio ~m~ di fasciatu`ra permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |