Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακίνητος  
επίθετο

1 immo`bile; fermo; fisso με κοίταξε πολλή ώρα ακίνητος==mi guardò a lungo immobile | ακίνητο βλέμμα==sguardo fisso | ακίνητος!==fermo!
2 economia immo`bile ακίνητη περιουσία==bene immobile
3 stagna`nte; fermo; immo`bile τα ακίνητα νερά ενός βάλτου==le acque stagnanti di una palude
4 irremovi`bile; fermo παρέμεινε ακίνητος στις πεποιθήσεις του==rimase fermo sulle sue convinzioni
5 ecclesiastico fisso ακίνητες εορτές==feste fisse

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακινητοποιώ ακινητώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---