Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακινητοποιημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ακινητοποιώ]
2 blocca`to
3 immobilizza`to
4 inopero`so

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακίνητο ακινητοποίηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---