Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακινητοποίηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 immobilizzazio`ne ~f~ 2 economia immobili`zzo ~m~; immobilizzazio`ne ~f~ ακινητοποίησις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [ακινητοποίηση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |