Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακεραιότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [ακεραιότητα] ακεραιότητα ουσιαστικό θηλυκό 1 integrità ~f~; intere`zza ~f~; complete`zza ~f~ η σωματική ακεραιότητα==integrità fisica εδαφική ακεραιότητα μιας χώρας==l'integrità territoriale di un paese 2 ((figurato)) integrità ~f~; rettitu`dine ~f~; incorruttibilità ~f~ ακεραιότητα χαρακτήρα==rettitudine di carattere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |