Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακέραιος
επίθετο 1 inte`ro; comple`to ακέραιο ποσό==somma intera 2 i`ntegro; inta`tto; inco`lume γύρισε ακέραιος από το πόλεμο==tornò incolume dalla guerra 3 ((figurato)) i`ntegro; retto; incorrutti`bile; incorro`tto ακέραιος άνθρωπος==uomo probo; persona integra 4 matematica inte`ro ακέραιοι αριθμοί=numeri interi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |