Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακατάπαυστος
επίθετο incessa`nte; continua`to; conti`nuo; ininterro`tto ακατάπαυστη φλυαρία==chiacchierio ininterrotto ακατάπαυτος επίθετο variante di [ακατάπαυστος ^-η, -ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |