Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγριολούλουδο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 fio`re ~m~ selva`tico
2 fio`re ~m~ di campo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγριοκύμινο αγριομελιζάνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---