Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγριοκοιτάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 guarda`re in modo seve`ro, bu`rbero, truce
2 guarda`re di trave`rso η δασκάλα τον αγριοκοίταξε==la maestra gli lanciò un'occhiataccia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγριοκοίταγμα αγριοκόριτσο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---