Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαφθονία
ουσιαστικό θηλυκό abbonda`nza ~f~; dovi`zia ~f~; copiosità ~f~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματασε αφθονία = in abbondanza Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |