Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφθαρσία  
ουσιαστικό θηλυκό

incorruttibilità ~f~; immortalità ~f~ μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας==tra la vita e la morte, più di là che di qua

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άφθα άφθαρτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---