Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άφιξη  
ουσιαστικό θηλυκό

arri`vo ~m~; venu`ta ~f~ η άφιξη του τρένου στις 7.30' μ. μ.==l'arrivo del treno alle 19:30

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφίνω αφιόνι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι αφίξεις [f.] = (σταθμός, αεροδρόμιο) gli arrivi


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---