Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφισοκόλληση  
ουσιαστικό θηλυκό

affissio`ne (di manife`sti) απαγορεύεται η αφισοκόλληση==vietata l'affissione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφισοκολλημένος αφισοκολλητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---