Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αεροσυνοδός  
ουσιαστικό αρσενικό

steward ~m~; assiste`nte ~m~ di volo

αεροσυνοδός
ουσιαστικό θηλυκό

hostess ~f~; assiste`nte ~f~ di volo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αεροσυμπιεστής αερόσφυρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---