Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αερόφρενο  
ουσιαστικό ουδέτερο

aerofre`no ~m~; freno ~m~ ad a`ria compre`ssa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αεροφοβία αερόφυτο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---