Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quadrétto (ουσ αρσ ) quadrimèstre (ουσ αρσ )
quàdrica (θηλ.ουσ) quadrimotóre (ουσ αρσ )
quadricìpite (αρσ. επίθ και ουσ) quadrimotóre (επίθ.)
quàdrico (επίθ.) quadrinomiàle (επίθ.)
quadricromìa (θηλ.ουσ) quadrinòmio (ουσ αρσ )
quadricròmico (επίθ.) quadripartìre (ρ. μτβ.)
quadricromo (επίθ.) quadripartìto (ουσ αρσ )
quadridimensionàle (επίθ.) quadripartìto (επίθ.)
quadriennàle (θηλ.ουσ) quadriplegìa (θηλ.ουσ)
quadriennàle (επίθ.) quadripòlo (ουσ αρσ )
quadriènnio (ουσ αρσ ) quadripòrtico (ουσ αρσ )
quadrìfido (επίθ.) quadrisìllabo (επίθ.)
quadrifòglio (ουσ αρσ ) quadrittòngo (ουσ αρσ )
quadrìfora (θηλ.ουσ) quadrivalènte (επίθ.)
quadrìga (θηλ.ουσ) quadrìvio (ουσ αρσ )
quadrigàrio (αρσ. επίθ και ουσ) quàdro (ουσ αρσ )
quadrigètto (ουσ αρσ ) quadrumviràto (ουσ αρσ )
quadrìglia (θηλ.ουσ) quadrùmviro (ουσ αρσ )
quadrilàtero (ουσ αρσ ) quadrunviràto (ουσ αρσ )
quadrilàtero (επίθ.) quadrùnviro (ουσ αρσ )
quadrilìngue (επίθ.) quadrùpede (ουσ αρσ )
quadrilióne (ουσ αρσ ) quadrùpede (επίθ.)
quadrilùstre (επίθ.) quadruplicàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
quadrimèmbre (επίθ.) quadruplicarsi (ρ.μ. (αντων.))
quadrimestràle (επίθ.) quadruplicato (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: