Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

italiàno (ουσ αρσ ) ittiològico (επίθ.)
italiàno (επίθ.) ittiòlogo (ουσ αρσ )
itàlico (ουσ αρσ ) ittiosàuro (ουσ αρσ )
itàlico (επίθ.) ittiòsi (θηλ.ουσ)
italiòta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) ìttrio (ουσ αρσ )
ìtalo (επίθ.) Iugoslàvia (θηλ. ουσ πληθ.)
ìter (ουσ αρσ ) iugoslàvo (αρσ. επίθ και ουσ)
iteràre (ρ. μτβ.) iugulàre (επίθ.)
iterataménte (επίρ.) iunióre (επίθ.)
iteratìvo (αρσ. επίθ και ουσ) iùta (θηλ.ουσ)
iterazióne (θηλ.ουσ) iutièro (επίθ.)
itinerànte (επίθ.) iutifìcio (ουσ αρσ )
itineràrio (ουσ αρσ ) Iutland (κύρ.όν. αρσ.)
itineràrio (επίθ.) IVA (ακρ.)
ittèrbio (ουσ αρσ ) Ivànoe (κύρ.όν. αρσ.)
ittèrico (ουσ αρσ ) ìvi (επίρ.)
ittèrico (επίθ.) ivoriàno (αρσ. επίθ και ουσ)
itterìzia (θηλ.ουσ) jabot (ουσ αρσ )
ìttero (ουσ αρσ ) jazz (ουσ αρσ )
ìttico (επίθ.) jazzìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
ittiocòlla (θηλ.ουσ) jazzìstico (επίθ.)
ittiòfago (ουσ αρσ ) jeans (ουσ αρσ πληθ.)
ittiòfago (επίθ.) jeep (θηλ.ουσ)
ittiòlo (ουσ αρσ ) Jèova (κύρ.όν. αρσ.)
ittiologìa (θηλ.ουσ) jersey (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: