ItalianoGreco


sòrdido, sórdido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔrdido], [ˈsordido]

1 χαμερπής
2 φιλάργυρος
3 ρυπαρός
4 φιλοχρήματος
5 μίζερος
6 χυδαίος
7 ιδιοτελής
8 αποκρουστικός
9 άθλιος
10 πρόστυχος
11 ποταπός
12 λερωμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---