Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsorellànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sorelˈlantsa] 1 αδελφική σχέση 2 αδελφικότητα 3 αδελφότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |