Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sopìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [soˈpito]

1 κατευνασμένος
2 ησυχασμένος
3 ανακουφισμένος
4 κοιμισμένος
5 αποκοιμισμένος
6 νυσταγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sopire sopore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sontuosamente (επίρ.)
sontuosità (θηλ.ουσ)
sontuoso (επίθ.)
sopimento (ουσ αρσ )
sopire (ρ. μτβ.)
sopito (επίθ.)
sopore (ουσ αρσ )
soporifero (επίθ.)
soppalco (ουσ αρσ )
sopperire (ρ.αμτβ.)
soppesare (ρ. μτβ.)
soppiantare (ρ. μτβ.)
sopportabile (επίθ.)
sopportabilità (θηλ.ουσ)
sopportabilmente (επίρ.)
sopportare (ρ. μτβ.)
sopportazione (θηλ.ουσ)
soppressione (θηλ.ουσ)
soppressivo (επίθ.)
soppressore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---