Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsopìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [soˈpito] 1 κατευνασμένος 2 ησυχασμένος 3 ανακουφισμένος 4 κοιμισμένος 5 αποκοιμισμένος 6 νυσταγμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |