Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsopportabilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sopportabiliˈta] 1 δυνατότητα να αντέχεις κάτι 2 καρτερικότητα 3 καρτερία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |