ItalianoGreco


sonnolènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sonnoˈlɛntsa]

1 ραθυμία
2 οκνηρία
3 ρεμπέλεμα
4 ραχατλίκι
5 νωθρότητα
6 υπνηλία
7 νύστα
8 μαχμουρλίκι
9 γλάρωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---