Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sonnecchiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sonnekˈkjare]

1 χουζουρεύω
2 λαγοκοιμάμαι
3 δεν παίρνω κάτι κατάβαθα
4 ραχατεύω
5 μισοκοιμάμαι
6 αποκαρώνω
7 νυστάζω
8 έχω τάση για ύπνο
9 γλαρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sonnambulo sonnellino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sonico (επίθ.)
sonnacchiosamente (επίρ.)
sonnacchioso (επίθ.)
sonnambulismo (ουσ αρσ )
sonnambulo (αρσ. επίθ και ουσ)
sonnecchiare (ρ.αμτβ.)
sonnellino (ουσ αρσ )
sonnifero (ουσ αρσ )
sonnifero (επίθ.)
sonniloquio (ουσ αρσ )
sonniloquo (ουσ αρσ )
sonno (ουσ αρσ )
sonnolento (επίθ.)
sonnolenza (θηλ.ουσ)
sonoramente (επίρ.)
sonorista (ουσ αρσ και θηλ.)
sonorità (θηλ.ουσ)
sonorizzare (ρ. μτβ.)
sonorizzazione (θηλ.ουσ)
sonoro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---