Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sodomìta  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sodoˈmita]

1 μπινές
2 ομοφυλόφιλος
3 κολομπαράς
4 σοδομίτης
5 αρσενοκοίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sodomia sodomitico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sodico (επίθ.)
sodio (ουσ αρσ )
sodo (επίθ.)
Sodoma (κύρ.όν. θηλ.)
sodomia (θηλ.ουσ)
sodomita (αρσ. επίθ και ουσ)
sodomitico (επίθ.)
sofà (θηλ.ουσ)
sofferente (ουσ αρσ και θηλ.)
sofferente (επίθ.)
sofferenza (θηλ.ουσ)
soffermare (ρ. μτβ.)
soffermarsi (ρ.μ. (αντων.))
sofferto (επίθ.)
soffiaggio (ουσ αρσ )
soffiare (ρ.αμτβ.)
soffiare (ρ. μτβ.)
soffiata (θηλ.ουσ)
soffiatore (ουσ αρσ )
soffiatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---