ItalianoGreco


sodomìta  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sodoˈmita]

1 μπινές
2 ομοφυλόφιλος
3 κολομπαράς
4 σοδομίτης
5 αρσενοκοίτης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---