Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sòdo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔdo]

σφιχτός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sodio Sodoma  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


uovo [αρσ.] sodo = το βραστό αυγό, το σγικτό αυγό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soddisfatto (επίθ.)
soddisfazione (θηλ.ουσ)
sodezza (θηλ.ουσ)
sodico (επίθ.)
sodio (ουσ αρσ )
sodo (επίθ.)
Sodoma (κύρ.όν. θηλ.)
sodomia (θηλ.ουσ)
sodomita (αρσ. επίθ και ουσ)
sodomitico (επίθ.)
sofà (θηλ.ουσ)
sofferente (ουσ αρσ και θηλ.)
sofferente (επίθ.)
sofferenza (θηλ.ουσ)
soffermare (ρ. μτβ.)
soffermarsi (ρ.μ. (αντων.))
sofferto (επίθ.)
soffiaggio (ουσ αρσ )
soffiare (ρ.αμτβ.)
soffiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---