Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmidollàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zmidolˈlato] 1 ασπόνδυλος άνθρωπος 2 άβουλος άνθρωπος smidollàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zmidolˈlato] 1 ασπόνδυλος 2 άβουλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |