Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sinòttico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [siˈnɔttiko]

1 παρέχων γενική εικόνα
2 συνοψιστικός
3 συνοπτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sinostosi sinovia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sinonimico (επίθ.)
sinonimo (ουσ αρσ )
sinora (επίρ.)
sinossi (θηλ.ουσ)
sinostosi (θηλ.ουσ)
sinottico (αρσ. επίθ και ουσ)
sinovia (θηλ.ουσ)
sinoviale (θηλ. επίθ και ουσ)
sinovite (θηλ.ουσ)
sintagma (ουσ αρσ )
sintagmatico (επίθ.)
sintantoché (σύνδ.)
sintassi (θηλ.ουσ)
sintattico (επίθ.)
sinterizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sinterizzazione (θηλ.ουσ)
sintesi (θηλ.ουσ)
sinteticamente (επίρ.)
sinteticità (θηλ.ουσ)
sintetico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---