ItalianoGreco


sinòttico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [siˈnɔttiko]

1 παρέχων γενική εικόνα
2 συνοψιστικός
3 συνοπτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---