Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsinterizzàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [sinteridˈdzare] συμπυκνώνω μάζα χωρίς λιώσιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |