Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


simultaneità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [simultaneiˈta]

1 ταυτοσημία χρονική
2 κατάσταση στην ίδια εποχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  simultaneamente simultaneo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

simulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
simulatorio (επίθ.)
simulazione (θηλ.ουσ)
simultanea (θηλ.ουσ)
simultaneamente (επίρ.)
simultaneità (θηλ.ουσ)
simultaneo (επίθ.)
simun (ουσ αρσ )
sinagoga (θηλ.ουσ)
sinaitico (επίθ.)
sinalefe (θηλ.ουσ)
sinallagma (ουσ αρσ )
sinallagmatico (επίθ.)
sinantropo (ουσ αρσ )
sinapsi (θηλ.ουσ)
sinartrosi (θηλ.ουσ)
sincarpico (επίθ.)
sincarpo (αρσ. επίθ και ουσ)
sinceramente (επίρ.)
sincerare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---