Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


simultànea  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [simulˈtanea]

ταυτόχρονη μετάφραση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  simulazione simultaneamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

simulatamente (επίρ.)
simulato (επίθ.)
simulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
simulatorio (επίθ.)
simulazione (θηλ.ουσ)
simultanea (θηλ.ουσ)
simultaneamente (επίρ.)
simultaneità (θηλ.ουσ)
simultaneo (επίθ.)
simun (ουσ αρσ )
sinagoga (θηλ.ουσ)
sinaitico (επίθ.)
sinalefe (θηλ.ουσ)
sinallagma (ουσ αρσ )
sinallagmatico (επίθ.)
sinantropo (ουσ αρσ )
sinapsi (θηλ.ουσ)
sinartrosi (θηλ.ουσ)
sincarpico (επίθ.)
sincarpo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---