Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsierologìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sjeroloˈʤia] 1 ορολογία (κλάδος μικροβιολογίας) 2 επιστήμη μελέτης ιδιοτήτων και δράσεων των ορών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |