Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsierodiàgnosi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,sjerodiˈaɲɲozi] 1 οροαντίδραση 2 οροδιαγνωστική 3 οροδιάγνωση 4 διάγνωση με χρήση ορού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |