Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsghignazzàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [zgiɲɲatˈtsata] 1 καγχασμός 2 γέλιο δυνατό 3 περιφρονητικό γέλιο 4 χαχανητό 5 χλευασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |