ItalianoGreco


sgocciolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zgotʧoˈlare]

1 σταλάζω
2 πέφτω σε σταγόνες
3 στάζω

sgocciolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zgotʧoˈlare]

1 χύνω σταγόνα σταγόνα
2 αδειάζω μέχρι την τελευταία σταγόνα
3 χύνω κατά σταγόνες
4 αποστάζω
5 αφήνω κάτι να πέσει στάγδην


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---