sfumàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sfuˈmato]
μαλακή και αλληλεπικαλυπτόμενη χρωματική διαβάθμιση τόνων σε πίνακα
sfumàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [sfuˈmato]
1 που έχει γίνει καπνός
2 με ελαφρές αποχρώσεις
3 περιποιημένος (για μαλλιά)
4 μαλακός (για απόχρωση)
5 ξεβαμμένος
6 παστέλ (για χρώμα(
7 μαλακός
8 ξεθωριασμένος μακριά
9 εξαφανισμένος
10 χαμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sfuˈmato]
μαλακή και αλληλεπικαλυπτόμενη χρωματική διαβάθμιση τόνων σε πίνακα
sfumàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [sfuˈmato]
1 που έχει γίνει καπνός
2 με ελαφρές αποχρώσεις
3 περιποιημένος (για μαλλιά)
4 μαλακός (για απόχρωση)
5 ξεβαμμένος
6 παστέλ (για χρώμα(
7 μαλακός
8 ξεθωριασμένος μακριά
9 εξαφανισμένος
10 χαμένος
permalink
sfumato (ουσ αρσ )
sfumato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android