Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgambàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zgamˈbare]

1 διασκελίζω
2 δρασκελίζω
3 προοδεύω αλματωδώς
4 κάνω μεγάλο βήμα
5 καβαλικεύω

sgambarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zgamˈbarsi]

1 προοδεύω αλματωδώς
2 διασκελίζω
3 δρασκελίζω
4 κάνω μεγάλο βήμα
5 καβαλικεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgallare sgambata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgabellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgabellata (θηλ.ουσ)
sgabello (ουσ αρσ )
sgabuzzino (ουσ αρσ )
sgallare (ρ. μτβ.)
sgambare (ρ.αμτβ.)
sgambarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgambata (θηλ.ουσ)
sgambato (επίθ.)
sgambatura (θηλ.ουσ)
sgambettamento (ουσ αρσ )
sgambettare (ρ.αμτβ.)
sgambettare (ρ. μτβ.)
sgambetto (ουσ αρσ )
sganasciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sganasciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sganasciata (θηλ.ουσ)
sganascione (ουσ αρσ )
sganciabombe (ουσ αρσ )
sganciamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---