Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfidùcia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sfiˈduʧa] 1 απιστία 2 έλλειψη εμπιστοσύνης 3 μομφή (πολιτική) 4 φιλυποψία 5 δυσπιστία 6 καχυποψία 7 σκεπτικισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |