Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfidùcia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sfiˈduʧa]

1 απιστία
2 έλλειψη εμπιστοσύνης
3 μομφή (πολιτική)
4 φιλυποψία
5 δυσπιστία
6 καχυποψία
7 σκεπτικισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfidatore sfiduciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfidante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sfidare (ρ. μτβ.)
sfidarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfidato (αρσ. επίθ και ουσ)
sfidatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfiducia (θηλ.ουσ)
sfiduciare (ρ. μτβ.)
sfiduciato (επίθ.)
sfigmico (επίθ.)
sfigmografia (θηλ.ουσ)
sfigmografo (ουσ αρσ )
sfigmogramma (ουσ αρσ )
sfigmomanometro (ουσ αρσ )
sfigurare (ρ.αμτβ.)
sfigurare (ρ. μτβ.)
sfigurato (επίθ.)
sfilaccia (θηλ.ουσ)
sfilacciare (ρ. μτβ.)
sfilacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfilacciato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---