Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


settimìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [settiˈmino]

1 ομάδα 7 εκτελεστών μουσικής
2 μουσική σύνθεση για 7 εκτελεστές
3 μωρό επτά μηνών
4 εφταμηνίτικο μωρό

settimìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [settiˈmino]

1 εφταμηνίτικος
2 επτάμηνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  settimanalmente settimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

settile (επίθ.)
settima (θηλ.ουσ)
settimana (θηλ.ουσ)
settimanale (επίθ.)
settimanalmente (επίρ.)
settimino (ουσ αρσ )
settimino (επίθ.)
settimo (ουσ αρσ )
settimo (επίθ.)
setto (ουσ αρσ )
settore (ουσ αρσ )
settoriale (επίθ.)
settorialismo (ουσ αρσ )
settuagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
settuagesima (θηλ.ουσ)
settuagesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
settuplicare (ρ. μτβ.)
settuplo (ουσ αρσ )
settuplo (επίθ.)
severamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---