Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


settentrionalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [settentrjonaˈlizmo]

τάση πολιτική υποστήριξης της Βόρειας Ιταλίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  settentrionale settentrione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

settennale (επίθ.)
settenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
settennio (ουσ αρσ )
settentrionale (ουσ αρσ και θηλ.)
settentrionale (επίθ.)
settentrionalismo (ουσ αρσ )
settentrione (ουσ αρσ )
setter (ουσ αρσ )
setticemia (θηλ.ουσ)
setticemico (αρσ. επίθ και ουσ)
setticlavio (ουσ αρσ )
settico (επίθ.)
settile (επίθ.)
settima (θηλ.ουσ)
settimana (θηλ.ουσ)
settimanale (επίθ.)
settimanalmente (επίρ.)
settimino (ουσ αρσ )
settimino (επίθ.)
settimo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---