Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sepólcro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [seˈpolkro]

Τάφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sepolcreto sepolto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

separazione (θηλ.ουσ)
separè, separé (ουσ αρσ )
sepiolite (θηλ.ουσ)
sepolcrale (επίθ.)
sepolcreto (ουσ αρσ )
sepolcro (ουσ αρσ )
sepolto (αρσ. επίθ και ουσ)
sepoltura (θηλ.ουσ)
seppellimento (ουσ αρσ )
seppellire (ρ. μτβ.)
seppellirsi (ρ.μ. (αντων.))
seppellitore (αρσ. επίθ και ουσ)
seppia (θηλ.ουσ)
seppure (σύνδ.)
sepsi (θηλ. επίθ και ουσ)
septicemia (θηλ.ουσ)
sequela (θηλ.ουσ)
sequenza (θηλ.ουσ)
sequenziale (επίθ.)
sequestrabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---