Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sélce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈselʧe]

1 πυρόλιθος
2 τσακμακόπετρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  selaci selciaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seicento ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
seienne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
seigiorni (θηλ.ουσ)
seigiornista (ουσ αρσ )
selaci (ουσ αρσ πληθ.)
selce (θηλ.ουσ)
selciaio (ουσ αρσ )
selciare (ρ. μτβ.)
selciato (ουσ αρσ )
selciato (επίθ.)
selciatore (ουσ αρσ )
selciatura (θηλ.ουσ)
selcioso (επίθ.)
Selene (κύρ.όν. θηλ.)
selenico (επίθ.)
selenio (ουσ αρσ )
selenioso (επίθ.)
selenita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
selenite (θηλ.ουσ)
selenitico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---