Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


selenìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [seleˈnite]

σεληνίτης (είδος γύψου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  selenita selenitico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Selene (κύρ.όν. θηλ.)
selenico (επίθ.)
selenio (ουσ αρσ )
selenioso (επίθ.)
selenita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
selenite (θηλ.ουσ)
selenitico (επίθ.)
selenografia (θηλ.ουσ)
selenografico (επίθ.)
selenografo (ουσ αρσ )
selenologia (θηλ.ουσ)
selenologico (επίθ.)
selenologo (ουσ αρσ )
selenosi (θηλ.ουσ)
selettivamente (επίρ.)
selettività (θηλ.ουσ)
selettivo (επίθ.)
selettore (ουσ αρσ )
selettore (επίθ.)
Seleucidi (κύρ.όν.αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---