Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


seguènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [seˈgwɛnte]

1 επόμενο τμήμα
2 επόμενος άνθρωπος

seguènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [seˈgwɛnte]

επόμενος (-η, -ο), ακόλουθος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  seguace segugio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

segreteria (θηλ.ουσ)
segretezza (θηλ.ουσ)
segreto (ουσ αρσ )
segreto (επίθ.)
seguace (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
seguente (ουσ αρσ και θηλ.)
seguente (επίθ.)
segugio (ουσ αρσ )
seguire (ρ. μτβ.)
seguitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
seguito (ουσ αρσ )
sei ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
Seicelle (θηλ. ουσ πληθ.)
seicento ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
seienne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
seigiorni (θηλ.ουσ)
seigiornista (ουσ αρσ )
selaci (ουσ αρσ πληθ.)
selce (θηλ.ουσ)
selciaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---