ItalianoGreco


scultòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skulˈtɔrjo]

1 ωραίος
2 πλαστικός
3 τορνευτός
4 κοντυλογραμμένος
5 καλλίγραμμος
6 χυτός
7 γλυπτικός
8 εφαρμοστός
9 αγαλματένιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---