ItalianoGreco


scùffia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskuffja]

1 μεθύσι
2 ξεμυάλισμα
3 έντονη ερωτική τρέλα περαστική
4 σκούφος
5 σκούφια
6 μέθη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---