Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrògo, rógo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔgo], [ˈrogo] 1 εκτέλεση δια πυράς 2 πυρά 3 νεκρική πυρά 4 σορός για κάψιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |